λίπος

λίπος
το (AM λίπος, -ους)
ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (ανατ.-φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους ιστού τού ανθρώπου και τών ζώων το οποίο υπάρχει σε όλα τα μέρη τού σώματος είτε με τη μορφή αποταμιευτικού λίπους είτε δομικού λίπους και το οποίο αποτελεί την πλουσιότερη σε ενέργεια θρεπτική ουσία για τον οργανισμό
2. φρ. α) «λίπος γάλακτος» — φυσικό λιπαρό συστατικό τού γάλακτος και κύριο συστατικό τού βουτύρου
β) «μαγειρικό λίπος» — ονομασία λιπών και ελαίων ζωικής ή φυτικής προέλευσης τα οποία χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, όπως το βούτυρο, το λαρδί, τα φυτικά έλαια, η μαργαρίνη κ.ά.
αρχ.
φρ. «λίπος αἵματος»
α) η πυκνότητα τού αίματος
β) κηλίδα αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπα.
ΠΑΡ. λιπώδης
αρχ.
λιπότης
νεοελλ.
λιπίνες, λιπίδιο, λιποϊκός, λίπωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιπέλαιον, λιπόρρινος
νεοελλ.
λιποατροφικός, λιποβλάστη, λιποβριθής, λιπογένεση, λιπογονία, λιποδεψία, λιποδιάλυτος, λιποδόχη, λιποδυστροφία, λιποειδής, λιποκιβώτιο, λιποκύτταρο, λιπόλυση, λιπονεογένεση, λιπονουκλεοπρωτεΐνη, λιποξειδάση, λιποπρωτεΐνη, λιποπρωτεϊνόγραμμα, λιπόσωμα, λιποτρόπος, λιπουρία, λιπόφιλος, λιπόφοβος, λιπόχρωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίπος — animal fat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπος — το ους 1. παχύρρευστη ουσία που υπάρχει κάτω από το δέρμα, το πάχος, το ξίγκι: Το χοιρινό κρέας έχει πολύ λίπος. 2. κάθε παρόμοια ουσία: Τα φυτικά λίπη είναι πιο υγιεινά από τα ζωικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίπος ή λιπώδης ιστός — Ένας από τους ιστούς που συνιστούν τον οργανισμό. Διαμοιράζεται στον υποδόριο ιστό και συσσωρεύεται κυρίως σε ορισμένες περιοχές του σώματος, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την ατομική κατασκευή, ενώ απουσιάζει από άλλες. Συμβάλλει αισθητά… …   Dictionary of Greek

  • λίπει — λίπος animal fat neut nom/voc/acc dual (attic epic) λίπεϊ , λίπος animal fat neut dat sg (epic ionic) λίπος animal fat neut dat sg λιπάω to be sleek pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) λιπάω to be sleek imperf ind act 3rd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπη — λίπος animal fat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λίπος animal fat neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λίπτομαι to be eager aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) λιπάω to be sleek pres imperat act 2nd sg (doric) λιπάω to be sleek pres imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπεος — λίπος animal fat neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπευς — λίπος animal fat neut gen sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπους — λίπος animal fat neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλπη — ὄλπη και ὄλπις, ιος και ιδος, και δωρ. τ., ὄλπα, ἡ (Α) 1. δοχείο λαδιού, συνήθως από δέρμα, για χρήση από τους αθλητές στην παλαίστρα 2. η λήκυθος τών κυνικών φιλοσόφων 3. λαγήνι, κανάτι κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄλπη ανάγεται στην ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”